- τσορμπατζής
- ο(λ. τουρκ.), πληθ. -ήδες1. προύχοντας, προεστός, πρόκριτος, άρχοντας.2. μτφ., ευγενής, αριστοκράτης, ευπατρίδης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσορμπατζής — ο, Ν 1. (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) αξιωματούχος 2. προύχοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci] … Dictionary of Greek
αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… … Dictionary of Greek
τζορμπατζής — και τσορμπατζής, ο, Ν (παλ. τ.) 1. γαιοκτήμονας αφέντης 2. πρόκριτος 3. καλοστεκούμενος, εύπορος, πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. corbaci] … Dictionary of Greek